Όταν μ ' αφήνεις, μάταιο είναι
να σ΄ ακολουθήσω όπου πας· δεν ωφελεί
να σε ζητήσω. Τι αν περάσεις
πάνω από το χιόνι, - όμοια
μ΄ ενα σύννεφο, ή μ' ένα
σύννεφου ίσκιο-,
δεν έχεις πόδι, βάρος να σε μαρτυρήσει.
Δε βγαίνεις απ' το καθορισμένο
συντελεσμένο στερεό κέντρο του εαυτού σου.
Όταν μ΄ αφήνεις, μπαίνεις μες στο τίποτα.
Συγκεχυμένα μόνο βλέπω
τους δρόμους· και μονοπάτι
δεν υπάρχει που να μου πει:
Μόλις επέρασε εκείνη.
Μ ε τη φωνή και με το γέλιο
τ' άνθη μαδάς της σιωπής
τόσο απαλά που δεν πονάει
ούτε σ' ακούει:
ύστερα από σένα η σιωπή πιστεύει
πως είναι ανέπαφη ακόμα.
Αν σε ζητήσω μες στις μέρες
ή μες στα έτη που κυλούν,
ποτέ δεν βγαίνω απ' τον παρθένο
χρόνο. - Θυμάμαι: ήταν τότε,
κεινο το έτος, κεινη την ημέρα·
απόδειξη όμως δεν υπάρχει. Φεύγεις,
δίχως αφήνεις ίχνος.-
Έτσι μπορείς όλα να αρνηθείς
κι όλα να τ΄ αρνηθώ. Συ εξαφανίζεις
πίσω σου ίχνη, αντίλαλους και ίσκιους.
Τόσο αθώα χάνεσαι, τόσο απροετοίμαστα,
που όταν δε θα ζεις
πια, δε θα ξέρω
δε θα ' μαι βέβαιος αν έχεις ζήσει.
Τόσο απέραντα λευκό είναι το τίποτα
που έχεις γύρω σου απλωμένο.
(μετ. Ρίτα Μπούμη-Παπά)